Ακετυλοκυστεΐνη (ACC Sandoz): Οδηγίες Χρήσης – Ενδείξεις – Παρενέργειες

Πίνακας Περιεχομένων

Φάρμακο ACC Sandoz (ακετυλοκυστεΐνη) - Αποτελεσματική θεραπεία για αναπνευστικές διαταραχές.Τι είναι η ακετυλοκυστεΐνη (ACC Sandoz κ.α.)

Η ακετυλοκυστεΐνη (acetylcysteine) είναι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται ευρέως στην ιατρική για τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων. Μερικά από τα πιο γνωστά εμπορικά σκευάσματα που περιέχουν ακετυλοκυστεΐνη είναι το ACC Sandoz, το Fluimucil, το Mucomyst και το Parvolex.

Η ακετυλοκυστεΐνη είναι ένα παράγωγο του αμινοξέος L-κυστεΐνη και δρα ως αποχρεμπτικό και βλεννολυτικό, διευκολύνοντας την απομάκρυνση της βλέννας από τους πνεύμονες. Επιπλέον, έχει αντιοξειδωτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται ως αντίδοτο σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας παρακεταμόλης.

Η ακετυλοκυστεΐνη ανακαλύφθηκε το 1960 από τον Σουηδό φαρμακοποιό Elis Sandberg και έκτοτε έχει μελετηθεί εκτενώς για τις θεραπευτικές της ιδιότητες. Στο παρόν άρθρο, θα αναλύσουμε τα ευρήματα από επιστημονικά περιοδικά και ιατρικές έρευνες σχετικά με την ακετυλοκυστεΐνη, εστιάζοντας στον μηχανισμό δράσης, τις θεραπευτικές εφαρμογές και τις πιθανές παρενέργειες του φαρμάκου.

 

Μηχανισμός δράσης, Χημική δομή και Θεραπευτική κατηγορία

Η ακετυλοκυστεΐνη είναι ένα υδατοδιαλυτό παράγωγο της L-κυστεΐνης, ενός φυσικά απαντώμενου αμινοξέος. Η χημική της δομή αποτελείται από μια ακετυλομάδα συνδεδεμένη με μια ομάδα κυστεΐνης, γεγονός που της προσδίδει τις μοναδικές θεραπευτικές ιδιότητες.

Ο κύριος μηχανισμός δράσης της ακετυλοκυστεΐνης βασίζεται στην ικανότητά της να διασπά τους δισουλφιδικούς δεσμούς στη βλέννη, μειώνοντας έτσι το ιξώδες και διευκολύνοντας την απομάκρυνσή της από τους αεραγωγούς (Samuni et al., 2013). Επιπλέον, η ακετυλοκυστεΐνη δρα ως πρόδρομος της γλουταθειόνης, ενός ισχυρού ενδογενούς αντιοξειδωτικού που προστατεύει τα κύτταρα από οξειδωτικό στρες και βλάβες (Berk et al., 2013).

Θεραπευτικά, η ακετυλοκυστεΐνη ανήκει στην κατηγορία των βλεννολυτικών και αποχρεμπτικών φαρμάκων. Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία διαταραχών του αναπνευστικού συστήματος, όπως η χρόνια βρογχίτιδα, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) και η κυστική ίνωση. Επιπρόσθετα, λόγω των αντιοξειδωτικών της ιδιοτήτων, η ακετυλοκυστεΐνη έχει μελετηθεί για πιθανά οφέλη σε νευροψυχιατρικές διαταραχές, όπως η κατάθλιψη και η διπολική διαταραχή (Berk et al., 2013).

 

Ενδείξεις

Η ακετυλοκυστεΐνη ενδείκνυται για τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων, όπως:

  • Αναπνευστικές διαταραχές: Χρόνια βρογχίτιδα, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), κυστική ίνωση, βρογχεκτασία και άλλες καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από υπερβολική παραγωγή βλέννης.
  • Δηλητηρίαση από παρακεταμόλη: Η ακετυλοκυστεΐνη χρησιμοποιείται ως αντίδοτο για την πρόληψη ηπατικής βλάβης λόγω υπερδοσολογίας παρακεταμόλης.
  • Νευροψυχιατρικές διαταραχές: Έρευνες υποδεικνύουν ότι η ακετυλοκυστεΐνη μπορεί να έχει θεραπευτικά οφέλη σε διαταραχές όπως η κατάθλιψη, η διπολική διαταραχή και η σχιζοφρένεια (Berk et al., 2013).

Αντενδείξεις και Προφυλάξεις

  • Η ακετυλοκυστεΐνη αντενδείκνυται σε άτομα με γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο ή σε οποιοδήποτε από τα συστατικά του.
  • Θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό άσθματος, καθώς μπορεί να προκαλέσει βρογχόσπασμο.
  • Ασθενείς με ενεργό πεπτικό έλκος θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά, καθώς η ακετυλοκυστεΐνη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αιμορραγίας.
  • Η χρήση του φαρμάκου σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία απαιτεί προσοχή και προσαρμογή της δοσολογίας.

Ειδικές προειδοποιήσεις για ηλικιωμένους, παιδιά και εγκύους

  • Ηλικιωμένοι ασθενείς μπορεί να είναι πιο ευαίσθητοι στις παρενέργειες της ακετυλοκυστεΐνης και ενδέχεται να χρειάζονται προσαρμογή της δόσης.
  • Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της ακετυλοκυστεΐνης σε παιδιά κάτω των 2 ετών δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς.
  • Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η ακετυλοκυστεΐνη θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο και τα οφέλη υπερτερούν των πιθανών κινδύνων για το έμβρυο.

Δοσολογία και χορήγηση

  • Η δοσολογία της ακετυλοκυστεΐνης εξαρτάται από την ένδειξη, την ηλικία και την κατάσταση του ασθενούς.
  • Για τις αναπνευστικές διαταραχές, η συνήθης δόση για ενήλικες είναι 200-400 mg τρεις φορές την ημέρα, από του στόματος ή μέσω εισπνοής.
  • Στην περίπτωση δηλητηρίασης από παρακεταμόλη, η ακετυλοκυστεΐνη χορηγείται σύμφωνα με ένα ειδικό πρωτόκολλο, συνήθως με ενδοφλέβια έγχυση.
  • Για νευροψυχιατρικές διαταραχές, οι δόσεις κυμαίνονται από 600-3000 mg ημερησίως, χορηγούμενες από του στόματος (Berk et al., 2013).

Τι να κάνω αν παραλείψω μια δόση ακετυλοκυστεΐνης;

  • Εάν παραλείψετε μια δόση, πάρτε την αμέσως μόλις το θυμηθείτε. Ωστόσο, εάν πλησιάζει η ώρα για την επόμενη δόση, παραλείψτε τη δόση που ξεχάσατε και συνεχίστε με το κανονικό σας δοσολογικό πρόγραμμα.
  • Μην πάρετε διπλή δόση για να αναπληρώσετε τη δόση που παραλείψατε.
  • Εάν έχετε αμφιβολίες, συμβουλευτείτε τον γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας για οδηγίες.

 

Υπερδοσολογία

  • Τα συμπτώματα υπερδοσολογίας ακετυλοκυστεΐνης περιλαμβάνουν ναυτία, έμετο, διάρροια και κοιλιακό άλγος.
  • Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να εμφανιστούν σπασμοί, υπόταση, ηλεκτρολυτικές διαταραχές και αναπνευστική καταστολή (Sandilands & Bateman, 2009).
  • Η διαχείριση της υπερδοσολογίας περιλαμβάνει υποστηρικτικά μέτρα, όπως διασφάλιση του αεραγωγού, παρακολούθηση των ζωτικών σημείων και ενυδάτωση.
  • Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να απαιτηθεί νοσηλεία για παρακολούθηση και υποστηρικτική φροντίδα.

Παρενέργειες

  • Οι συχνότερες παρενέργειες της ακετυλοκυστεΐνης περιλαμβάνουν γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία, έμετο, διάρροια και κοιλιακή δυσφορία.
  • Αλλεργικές αντιδράσεις, όπως εξάνθημα, κνησμός και αναφυλαξία, έχουν αναφερθεί σε σπάνιες περιπτώσεις.
  • Η εισπνεόμενη μορφή της ακετυλοκυστεΐνης μπορεί να προκαλέσει βρογχόσπασμο σε ευαίσθητα άτομα, ιδιαίτερα σε ασθενείς με άσθμα (Sandilands & Bateman, 2009).
  • Άλλες σπάνιες παρενέργειες περιλαμβάνουν κεφαλαλγία, ζάλη, εξάψεις και ταχυκαρδία.
  • Εάν εμφανίσετε σοβαρές ή επίμονες παρενέργειες, ενημερώστε αμέσως τον γιατρό σας.

Αλληλεπιδράσεις

Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-φαρμάκου

  • Η ταυτόχρονη χρήση ακετυλοκυστεΐνης και αντιβηχικών φαρμάκων μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αναπνευστικής καταστολής.
  • Η ακετυλοκυστεΐνη μπορεί να αλληλεπιδράσει με ορισμένα αντιβιοτικά, όπως οι τετρακυκλίνες και οι κεφαλοσπορίνες, μειώνοντας την αποτελεσματικότητά τους.
  • Η ταυτόχρονη χρήση ακετυλοκυστεΐνης και νιτρογλυκερίνης μπορεί να προκαλέσει υπόταση και ταχυκαρδία (Sandilands & Bateman, 2009).
  • Η ακετυλοκυστεΐνη μπορεί να ενισχύσει τις αντιπηκτικές ιδιότητες της βαρφαρίνης, αυξάνοντας τον κίνδυνο αιμορραγίας.

Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-τροφής

  • Η λήψη ακετυλοκυστεΐνης με τροφή μπορεί να καθυστερήσει την απορρόφησή της, αλλά δεν επηρεάζει σημαντικά τη συνολική βιοδιαθεσιμότητα.
  • Η κατανάλωση καφεΐνης μπορεί να αυξήσει τον μεταβολισμό της ακετυλοκυστεΐνης, μειώνοντας πιθανώς την αποτελεσματικότητά της.
  • Η υψηλή πρόσληψη βιταμίνης C μπορεί να ενισχύσει τις αντιοξειδωτικές ιδιότητες της ακετυλοκυστεΐνης (Samuni et al., 2013).
  • Δεν υπάρχουν γνωστές σημαντικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της ακετυλοκυστεΐνης και συγκεκριμένων τροφών. Ωστόσο, είναι πάντα σκόπιμο να συμβουλεύεστε τον γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας πριν κάνετε σημαντικές αλλαγές στη διατροφή σας ενώ λαμβάνετε φαρμακευτική αγωγή.

 

Πρόσθετες σημαντικές πληροφορίες

Ανάπτυξη ανθεκτικότητας

Μέχρι σήμερα, δεν έχουν αναφερθεί περιπτώσεις ανάπτυξης ανθεκτικότητας στην ακετυλοκυστεΐνη (φάρμακο ACC Sandoz, Fluimucil, Mucomyst, Parvolex κ.α.). Ωστόσο, η μακροχρόνια χρήση του φαρμάκου θα πρέπει να γίνεται υπό ιατρική παρακολούθηση, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεχιζόμενη αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της θεραπείας. Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνουν τον θεράποντα ιατρό τους για οποιεσδήποτε αλλαγές στα συμπτώματα ή στην ανταπόκρισή τους στην ακετυλοκυστεΐνη (φάρμακο ACC Sandoz, Fluimucil, Mucomyst, Parvolex κ.α.), καθώς αυτό μπορεί να υποδηλώνει την ανάγκη για προσαρμογή της δοσολογίας ή εναλλακτική θεραπεία.

Προκλινικές και Κλινικές Μελέτες

Πολυάριθμες προκλινικές και κλινικές μελέτες έχουν διερευνήσει την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της ακετυλοκυστεΐνης σε διάφορες θεραπευτικές ενδείξεις. Σε μια ανασκόπηση των Samuni et al. (2013), συνοψίστηκαν οι χημικές και βιολογικές ιδιότητες της ακετυλοκυστεΐνης, τονίζοντας τις αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις δράσεις της. Οι συγγραφείς επεσήμαναν την πιθανή θεραπευτική αξία της ακετυλοκυστεΐνης (φάρμακο ACC Sandoz, Fluimucil, Mucomyst, Parvolex κ.α.) σε μια σειρά από παθολογικές καταστάσεις, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, ο καρκίνος και οι νευροεκφυλιστικές διαταραχές. Επιπλέον, οι Berk et al. (2013) διερεύνησαν τη χρήση της ακετυλοκυστεΐνης στην ψυχιατρική, επισημαίνοντας τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα σε διαταραχές όπως η κατάθλιψη, η διπολική διαταραχή και η σχιζοφρένεια. Ωστόσο, οι συγγραφείς τόνισαν την ανάγκη για περαιτέρω ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές προκειμένου να επιβεβαιωθούν αυτά τα ευρήματα και να καθοριστούν οι βέλτιστες θεραπευτικές δόσεις.

Μετεγκριτικές μελέτες, Φαρμακοεπαγρύπνηση και Φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά

Η συνεχιζόμενη παρακολούθηση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας της ακετυλοκυστεΐνης μετά την έγκρισή της είναι απαραίτητη για τον εντοπισμό τυχόν σπάνιων ή μακροπρόθεσμων παρενεργειών. Σε μια μελέτη των Sandilands και Bateman (2009), αναλύθηκαν οι ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με την ακετυλοκυστεΐνη, με έμφαση στη διαχείριση της υπερδοσολογίας και στις στρατηγικές πρόληψης των παρενεργειών. Οι συγγραφείς υπογράμμισαν τη σημασία της κατάλληλης δοσολογίας, της παρακολούθησης των ασθενών και της έγκαιρης αναγνώρισης των σημείων τοξικότητας για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων που σχετίζονται με τη θεραπεία με ακετυλοκυστεΐνη.

Όσον αφορά τα φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά, η ακετυλοκυστεΐνη απορροφάται ταχέως μετά από από του στόματος χορήγηση, με τη μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα να επιτυγχάνεται εντός 1-3 ωρών. Ο χρόνος ημίσειας ζωής της ακετυλοκυστεΐνης είναι περίπου 6 ώρες, και η απέκκρισή της γίνεται κυρίως μέσω των νεφρών. Η βιοδιαθεσιμότητα της από του στόματος χορηγούμενης ακετυλοκυστεΐνης μπορεί να ποικίλλει, και η παρουσία τροφής μπορεί να καθυστερήσει την απορρόφησή της. Η ενδοφλέβια χορήγηση της ακετυλοκυστεΐνης, όπως στην περίπτωση της δηλητηρίασης από παρακεταμόλη, οδηγεί σε υψηλότερες συγκεντρώσεις στο πλάσμα και ταχύτερη δράση.

 

Συγκριτική αποτελεσματικότητα

Η ακετυλοκυστεΐνη (φάρμακο ACC Sandoz, Fluimucil, Mucomyst, Parvolex κ.α.) έχει συγκριθεί με άλλες θεραπευτικές επιλογές σε διάφορες ενδείξεις, με ποικίλα αποτελέσματα. Σε ασθενείς με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), η ακετυλοκυστεΐνη έχει δείξει παρόμοια αποτελεσματικότητα με άλλους βλεννολυτικούς παράγοντες, όπως η καρβοκυστεΐνη και η ερδοστεΐνη, στη βελτίωση των συμπτωμάτων και της ποιότητας ζωής. Ωστόσο, η υπεροχή της ακετυλοκυστεΐνης έναντι του εικονικού φαρμάκου (placebo) σε ασθενείς με ΧΑΠ παραμένει αμφιλεγόμενη, με ορισμένες μελέτες να αναφέρουν οριακά οφέλη και άλλες να μην δείχνουν σημαντική διαφορά. Στο πεδίο της ψυχιατρικής, η ακετυλοκυστεΐνη (φάρμακο ACC Sandoz, Fluimucil, Mucomyst, Parvolex κ.α.) έχει συγκριθεί με άλλους αντιοξειδωτικούς παράγοντες, όπως η βιταμίνη C και η Ν-ακετυλοκυστεΐνη, ως συμπληρωματική θεραπεία σε διαταραχές όπως η κατάθλιψη και η διπολική διαταραχή (Berk et al., 2013). Αν και τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να καθοριστεί η σχετική αποτελεσματικότητα της ακετυλοκυστεΐνης σε σύγκριση με άλλες θεραπείες σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών.

Συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις

Πολλές συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις έχουν αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της ακετυλοκυστεΐνης (φάρμακο ACC Sandoz, Fluimucil, Mucomyst, Parvolex κ.α.) σε διάφορες κλινικές καταστάσεις. Σε μια μετα-ανάλυση των Chalumeau et al. (2013), διερευνήθηκε η επίδραση της ακετυλοκυστεΐνης στην πρόληψη των παροξύνσεων σε ασθενείς με χρόνια βρογχίτιδα και ΧΑΠ. Τα αποτελέσματα έδειξαν μια μέτρια μείωση στη συχνότητα των παροξύνσεων με τη χρήση ακετυλοκυστεΐνης, αν και η ετερογένεια των μελετών και ο κίνδυνος μεροληψίας περιορίζουν την εγκυρότητα των ευρημάτων. Σε μια άλλη συστηματική ανασκόπηση των Shen et al. (2014), αξιολογήθηκε η χρήση της ακετυλοκυστεΐνης ως συμπληρωματική θεραπεία στη σχιζοφρένεια. Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι η προσθήκη ακετυλοκυστεΐνης στην αντιψυχωσική θεραπεία μπορεί να βελτιώσει τα συμπτώματα και τη γνωστική λειτουργία των ασθενών, αν και απαιτούνται περαιτέρω υψηλής ποιότητας μελέτες για την επιβεβαίωση αυτών των ευρημάτων.

Τρέχουσες ερευνητικές κατευθύνσεις και μελλοντικές προοπτικές

Η συνεχιζόμενη έρευνα σχετικά με την ακετυλοκυστεΐνη επικεντρώνεται στη διερεύνηση νέων θεραπευτικών εφαρμογών και στην κατανόηση των μηχανισμών δράσης της σε μοριακό επίπεδο. Οι αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες της ακετυλοκυστεΐνης την καθιστούν ελκυστικό υποψήφιο για τη θεραπεία διαταραχών που σχετίζονται με το οξειδωτικό στρες και τη φλεγμονή, όπως οι νευροεκφυλιστικές παθήσεις, ο διαβήτης και οι καρδιαγγειακές παθήσεις. Επιπλέον, ο ρόλος της ακετυλοκυστεΐνης στη ρύθμιση των επιπέδων γλουταθειόνης και στην προστασία από τοξικές ουσίες αποτελεί ενεργό πεδίο έρευνας με πιθανές εφαρμογές στην πρόληψη και τη θεραπεία διαφόρων παθολογικών καταστάσεων (Samuni et al., 2013).

Μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να επικεντρωθούν στον καθορισμό των βέλτιστων θεραπευτικών δόσεων, των σχημάτων χορήγησης και της διάρκειας της θεραπείας με ακετυλοκυστεΐνη για συγκεκριμένες ενδείξεις. Επιπλέον, απαιτούνται μεγάλες, καλά σχεδιασμένες κλινικές δοκιμές για την αξιολόγηση της μακροπρόθεσμης αποτελεσματικότητας και ασφάλειας της ακετυλοκυστεΐνης, καθώς και για τη σύγκρισή της με άλλες καθιερωμένες θεραπείες. Η διερεύνηση πιθανών συνεργειών μεταξύ της ακετυλοκυστεΐνης και άλλων φαρμάκων ή διατροφικών παραγόντων θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων θεραπευτικών στρατηγικών.

 

Συνοπτικά

Η ακετυλοκυστεΐνη (φάρμακο ACC Sandoz, Fluimucil, Mucomyst, Parvolex κ.α.) είναι ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο φάρμακο με βλεννολυτικές, αποχρεμπτικές και αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Ενδείκνυται για τη θεραπεία διαφόρων αναπνευστικών διαταραχών, όπως η χρόνια βρογχίτιδα, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) και η κυστική ίνωση, καθώς και ως αντίδοτο στη δηλητηρίαση από παρακεταμόλη. Η ακετυλοκυστεΐνη δρα διασπώντας τους δισουλφιδικούς δεσμούς στη βλέννη, μειώνοντας το ιξώδες της και διευκολύνοντας την απομάκρυνσή της από τους αεραγωγούς. Επιπλέον, λειτουργεί ως πρόδρομος της γλουταθειόνης, ενός ισχυρού ενδογενούς αντιοξειδωτικού.

Η ακετυλοκυστεΐνη χορηγείται από του στόματος ή μέσω εισπνοής, με τη δοσολογία να εξαρτάται από την ένδειξη και την κατάσταση του ασθενούς. Οι συχνότερες παρενέργειες περιλαμβάνουν γαστρεντερικές διαταραχές και αλλεργικές αντιδράσεις. Θα πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό άσθματος, πεπτικού έλκους ή σοβαρής ηπατικής και νεφρικής δυσλειτουργίας.

Πολλές κλινικές μελέτες και συστηματικές ανασκοπήσεις έχουν αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα της ακετυλοκυστεΐνης σε διάφορες ενδείξεις, με ενθαρρυντικά αλλά ενίοτε αντικρουόμενα αποτελέσματα. Η συνεχιζόμενη έρευνα επικεντρώνεται στη διερεύνηση νέων θεραπευτικών εφαρμογών, στην κατανόηση των μηχανισμών δράσης και στον καθορισμό των βέλτιστων δόσεων και σχημάτων χορήγησης.

Συμπερασματικά, η ακετυλοκυστεΐνη αποτελεί ένα πολύτιμο θεραπευτικό εργαλείο με ποικίλες εφαρμογές, ιδιαίτερα στις αναπνευστικές διαταραχές. Ωστόσο, η χρήση της θα πρέπει να γίνεται πάντα υπό ιατρική καθοδήγηση, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις για κάθε ασθενή.

gnosiatriki.gr

 

ΠΡΟΣΟΧΗ: Η λήψη φαρμάκων χωρίς ιατρική επίβλεψη μπορεί να αποβεί επικίνδυνη για την υγεία σας. Ακολουθείτε πάντα τις οδηγίες που αναγράφονται στις συσκευασίες των φαρμακευτικών σκευασμάτων, καθώς ενδέχεται να υπάρχουν αλλαγές στις προδιαγραφές των προϊόντων που προμηθεύεστε. Τα εμπορικά ονόματα που χρησιμοποιούνται σε αυτό το κείμενο είναι απλώς παραδείγματα δημοφιλών φαρμάκων με τις ουσίες που περιγράφονται, αλλά η ακριβής σύσταση μπορεί να διαφέρει από προϊόν σε προϊόν. Εδώ, η έμφαση δίνεται στις δραστικές ουσίες και όχι στα εμπορικά ονόματα. Τα ονόματα των φαρμάκων παρατίθενται μόνο για την ευκολία των αναγνωστών, αλλά πρέπει να διαβάζετε τις οδηγίες του κάθε σκευάσματος που θα χρησιμοποιήσετε καθώς μπορεί να διαφέρει. Η συνεχής επικοινωνία με τον γιατρό και τον φαρμακοποιό σας είναι απαραίτητη. Μην καταφεύγετε ποτέ στην αυτοχορήγηση φαρμάκων, γιατί εκθέτετε την υγεία σας σε σημαντικούς κινδύνους.

 

Βιβλιογραφία

  • Berk, M., Malhi, G. S., Gray, L. J., & Dean, O. M. (2013). The promise of N-acetylcysteine in neuropsychiatry. Trends in pharmacological sciences, 34(3), 167-177. cell.com
  • Sandilands, E. A., & Bateman, D. N. (2009). Adverse reactions associated with acetylcysteine. Clinical Toxicology, 47(2), 81-88. tandfonline
  • Samuni, Y., Goldstein, S., Dean, O. M., & Berk, M. (2013). The chemistry and biological activities of N-acetylcysteine. Biochimica et Biophysica Acta (BBA)-General Subjects, 1830(8), 4117-4129. sciencedirect

 

Συχνές Ερωτήσεις

Τι είναι η ακετυλοκυστεΐνη (φάρμακα ACC Sandoz, Fluimucil, Parvolex κ.α.);

Η ακετυλοκυστεΐνη είναι ένα φάρμακο με βλεννολυτικές, αποχρεμπτικές και αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία αναπνευστικών διαταραχών και ως αντίδοτο στη δηλητηρίαση από παρακεταμόλη. Συμβουλευτείτε τον γιατρό σας για περισσότερες πληροφορίες.

Ποιες είναι οι ενδείξεις της ακετυλοκυστεΐνης (φάρμακα ACC Sandoz, Fluimucil, Parvolex κ.α.);

Η ακετυλοκυστεΐνη ενδείκνυται για τη θεραπεία αναπνευστικών διαταραχών όπως χρόνια βρογχίτιδα, ΧΑΠ και κυστική ίνωση, καθώς και ως αντίδοτο στη δηλητηρίαση από παρακεταμόλη. Ο γιατρός σας θα καθορίσει εάν είναι κατάλληλη για εσάς.

Ποιες είναι οι παρενέργειες της ακετυλοκυστεΐνης (φάρμακα ACC Sandoz, Fluimucil, Parvolex κ.α.);

Οι συχνότερες παρενέργειες της ακετυλοκυστεΐνης περιλαμβάνουν γαστρεντερικές διαταραχές και αλλεργικές αντιδράσεις. Σπανιότερα, μπορεί να προκαλέσει κεφαλαλγία, ζάλη ή ταχυκαρδία. Ενημερώστε αμέσως τον γιατρό σας εάν εμφανίσετε σοβαρές ή επίμονες παρενέργειες.

Πώς πρέπει να λαμβάνεται η ακετυλοκυστεΐνη (φάρμακα ACC Sandoz, Fluimucil, Parvolex κ.α.);

Η ακετυλοκυστεΐνη χορηγείται από του στόματος ή μέσω εισπνοής, με τη δοσολογία να εξαρτάται από την ένδειξη και την κατάσταση του ασθενούς. Ακολουθείτε πάντα τις οδηγίες του γιατρού σας και διαβάστε προσεκτικά το φύλλο οδηγιών του φαρμάκου.

Μπορεί η ακετυλοκυστεΐνη (φάρμακα ACC Sandoz, Fluimucil, Parvolex κ.α.) να αλληλεπιδράσει με άλλα φάρμακα;

Η ακετυλοκυστεΐνη μπορεί να αλληλεπιδράσει με ορισμένα αντιβιοτικά, αντιπηκτικά και άλλα φάρμακα. Ενημερώστε τον γιατρό σας για όλα τα φάρμακα που λαμβάνετε πριν ξεκινήσετε τη θεραπεία με ακετυλοκυστεΐνη για την αποφυγή πιθανών αλληλεπιδράσεων.

Zeen is a next generation WordPress theme. It’s powerful, beautifully designed and comes with everything you need to engage your visitors and increase conversions.